- ἁλιπτοίητος
- ἁλιπτοίητοςdriven by fear across the seamasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιπτοίητος — ἁλιπτοίητος, ον (Α) αυτός που ταξιδεύει τρομοκρατημένος στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * + πτοιητός < πτοιῶ ( εω), επικ. τ. τού ρ. πτοῶ ( έω) «τρομάζω, εκφοβίζω»] … Dictionary of Greek
ἁλιπτοίητον — ἁλιπτοίητος driven by fear across the sea masc/fem acc sg ἁλιπτοίητος driven by fear across the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)